- μακροπορίαν
- μακροπορίᾱν , μακροπορίαlong detourfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μακροπορία — η (Α μακροπορία) [μακρόπορος] μεγάλη πορεία, μακρύς δρόμος, μακρινό ταξίδι («ἔχει μακροπορίαν ὁ παρὰ γῆν πλοῡς», Στράβ.) … Dictionary of Greek